- κουμπώνω
- κούμπωσα, κουμπώθηκα, κουμπωμένος, συνδέω με κουμπί, θηλυκώνω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουμπώνω — κουμπώνω, κούμπωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κουμπώνω — [κουμπί] 1. προσαρμόζω κουμπί στην οπή του 2. μέσ. κουμπώνομαι α) κλείνω το φόρεμά μου με κουμπιά β) μτφ. γίνομαι διστακτικός, έχω αμφιβολίες, γίνομαι απρόθυμος, κλείνομαι στον εαυτό μου … Dictionary of Greek
κουμπώνομαι — κουμπώνομαι, κουμπώθηκα, κουμπωμένοςβλ. πίν. 4 Σημειώσεις: κουμπώνομαι : σπάνια χρησιμοποιείται ως παθητικό του κουμπώνω. Συνήθως σημαίνει → κουμπώνω το ρούχο μου ή δείχνω επιφυλακτικότητα, καχυποψία … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ακούμπωτος — η, ο αυτός που δεν είναι κουμπωμένος, ξεκούμπωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κουμπωτός < κουμπώνω] … Dictionary of Greek
εκστέλλω — ἐκστέλλω (Α) 1. διακοσμώ, καρφώνω, κουμπώνω το φόρεμα με πόρπη για διακόσμηση ή απλή συγκράτηση 2. στέλνω πίσω, εξαποστέλλω … Dictionary of Greek
εμπορπώ — ( άω) (Α ἐμπορπῶ, άω, ιων. τ. ἐμπορπέω) 1. στερεώνω το ρούχο με πόρπη ή περόνη στον ώμο, συγκρατώ, κουμπώνω 2. μέσ. φορώ ρούχα κουμπωμένα με πόρπη στον ώμο («ἐμπεπορπημένος διπλᾱ τὰ ἱμάτια» που είχε φορέσει αναδιπλωμένο και συγκρατημένο με πόρπη… … Dictionary of Greek
θηλειάζω — και θηλιάζω και θελιάζω [θηλειά] 1. κάνω θηλειά, φτιάχνω βρόχο 2. κουμπώνω, θηλυκώνω 3. (εσφ. γρφ τού θυλλιάζω) φυλλιάζω*, μπολιάζω, κεντρώνω … Dictionary of Greek
θηλυκώνω — 1. κουμπώνω 2. (για ρούχα) συνδέω τα δύο αντίστοιχα μπροστινά άκρα βάζοντας στις θηλειές τού ενός τα κουμπιά ή τις αγκιστρώδεις πόρπες τού άλλου 3. (για θύρες ή παράθυρα) κάνω θηλύκωμα, ταιριάζω τους ρεζέδες 4. περιτυλίγω κάτι με ύφασμα ή χαρτί κ … Dictionary of Greek
καθαμματίζω — (Α) [κάθαμμα] σχηματίζω κόμπο, κουμπώνω, δένω … Dictionary of Greek
καταπερονώ — καταπερονῶώ, άω (Α) (επιτ. τ. τού περονώ) συνδέω με την περόνη, συναρμόζω, συνάπτω, κουμπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + περονῶ «διατρυπώ» (< περόνη)] … Dictionary of Greek